- γαστροεντερικός
- η , ό[ν] мед. желудочно-кишечный;
γαστροεντερικός σωλήν — желудочно-кишечный тракт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαστροεντερικός σωλήν — желудочно-кишечный тракт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαστροεντερικός — ή, ό ο σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα: Ταλαιπωρούμαι χρόνια από γαστροεντερικές διαταραχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)